Ιερός Ναός Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης & Θεοπρομήτορος Άννης Αιγίου

By Μητρόπολη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων - Απριλίου 13, 2017

 Το έτος 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή και το μεγάλο και φοβερό διωγμό των Ελλήνων από τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, από τα παράλια της Μικράς Ασίας, έφτασαν πρόσφυγες και φώλιασαν και στην πόλη του Αιγίου, κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι από τους Τούρκους. Εγκαταστάθηκαν όπου έβρισκαν, σε αποθήκες, πρόχειρα παραπήγματα, παράγκες, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές την ειρωνεία και τη λοιδορία των ντόπιων κατοίκων.
     Ήταν άνθρωποι τίμιοι, άξιοι και εργατικοί, με χρηστά ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Βαθειά θρησκευόμενοι, με πίστη, ελπίδα στο Χριστό και αγάπη για την εκκλησία. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι προτίμησαν να φέρουν μαζί τους τους ανεκτίμητους θησαυρούς της πίστεως, τα Άγια και τα Ιερά των Ναών(ιερές εικόνες, ιερά σκεύη, ιερά Ευαγγέλια, λειτουργικά βιβλία, ιερά άμφια, κανδήλια και πολλά άλλα), άδειασαν τις εκκλησίες των χωριών τους, για να μην τα βεβηλώσουν και άφησαν πίσω δικά τους πολύτιμα αντικείμενα και οικογενειακά κειμήλια.
Όλα αυτά τα Άγια και τα Ιερά που έφεραν με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους, τα φύλαγαν στα σπίτια τους με πίστη και ευλάβεια, έως ότου θα έφτανε η ευλογημένη ώρα να στήσουν τη δικιά τους εκκλησία, να έχουν το δικό τους χώρο προσευχής και τη δική τους ενορία.
Πέρασαν έτσι περίπου δέκα χρόνια και το έτος 1932, επιτέλους η επίσημη πολιτεία αναγνωρίζει τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ως άστεγοι πρόσφυγες και ανοικοδόμησε τον καινούριο οικισμό και η κάθε οικογένεια απέκτησε το δικό της σπίτι. Έτσι δημιουργήθηκε ο Προσφυγικός Συνοικισμός Τεμένης, στα όρια του ανατολικού μέρους της πόλεως του Αιγίου.
Τους λείπει όμως το σπουδαιότερο πράγμα, η εκκλησία τους και ξεκινούν τον αγώνα προς αυτή την κατεύθυνση.
Το έτος 1933, αναλαμβάνει πρωτοβουλία μια επιτροπή ανδρών και ζητάει εγγράφως από την Ιερά Μητρόπολη, επί Μητροπολίτου Θεόκλητου, να τους δοθεί η άδεια, προκειμένου να κατασκευάσουν προσωρινό ναό (ξυλοκατασκευή), επ’ ονόματι της Αγίας ενδόξου Θεοπρομήτορος Άννης, για να θεραπεύουν τις λατρευτικές τους ανάγκες.
Η Ιερά Μητρόπολη απαντάει με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 998/27-10-1933, έγγραφο προς την επιτροπή του προσφυγικού συνοικισμού, θετικά στο αίτημά τους. Έτσι αρχίζουν οι εργασίες. Κατασκευάζεται ο προσωρινός Ναός με προσωπική εργασία όλων των κατοίκων του συνοικισμού. Στη συνέχεια μεταφέρουν από τα σπίτια τους όλα τα Ιερά αντικείμενα, που φύλαγαν προκειμένου να λειτουργήσει ο Ναός, έτσι ώστε να ζουν και να βιώνουν πραγματικά τη λειτουργική και λατρευτική ζωή της εκκλησίας.
     Έτσι εδραιώνεται κατά κάποιο τρόπο η ενορία της Αγίας Άννης  του προσφυγικού συνοικισμού Τεμένης Αιγίου. Οι πρόσφυγες όμως με την αξιοσύνη, την εργατικότητα και το ενδιαφέρον που τους διακρίνει, δε σταματούν τις ενέργειες και τις προσπάθειες, προκειμένου η ενορία τους να αναγνωριστεί επίσημα από την εκκλησία και την πολιτεία και να αποτελέσει πρότυπο και υπόδειγμα της πόλεως του Αιγίου.
 
 Στις 21/05/1935, επί Μητροπολίτου Θεοκλήτου γίνεται η επίσημη αναγνώριση και σύσταση ενορίας. Δημοσιεύεται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως στο υπ’ αριθμ. φύλλο 427. Πρώτος εφημέριος της ενορίας διορίζεται ο πρεσβύτερος π. Ανδρέας Κουμπέτσος. Στη συνέχεια, δίνεται εντολή ανεγέρσεως νέου μεγάλου περικαλλούς Ιερού Ναού, σε οικόπεδο που προσφέρεται από την Πρόνοια.
Η ανέγερση του νέου Ιερού Ναού άρχισε μετά από 18 χρόνια περίπου, λόγω των δύσκολων χρόνων των πολέμων και της κατοχής στην πατρίδα μας.
Το έτος 1953, επί Μητροπολίτου Αγαθονίκου και εφημερίου ιερέως π. Ανδρέα Βασιλείου, αρχίζει ο μεγάλος και δύσκολος αγώνας της ανοικοδομήσεως του Ναού, ρυθμού “Τρίκλιτης Βασιλικής”. Μετά από εννέα χρόνια σκληρής προσωπικής εργασίας και οικονομικής προσφοράς όλων των κατοίκων του προσφυγικού συνοικισμού, και υπό την καθοδήγηση του νέου εφημέριου, κατορθώνουν να τελειώσουν το Ναό .
Στις 25 Νοεμβρίου του έτους 1962, να τελεστούν τα επίσημα εγκαίνια του Ναού, επ’ ονόματι των Αγίων Κωνσταντίνου, Ελένης και Θεοπρομήτορος Άννης, επί Μητροπολίτου Γεωργίου και εκκλησιαστικού συμβουλίου: ιερέως π. Ανδρέα Βασιλείου, προέδρου Πολυτίμου Προδρομάκη, Νικολάου Βαλσάμη, Σίμου Καρακόπουλου και Δημητρίου Μάσουλα, μελών.

Το έτος 1979, η ενορία αυξήθηκε πληθυσμιακά, όπως ήταν φυσικό και επόμενο. Χρειάστηκε να γίνει επέκταση στη δυτική πλευρά του Ναού και στα τρία κλίτη, έτσι ώστε να μεγαλώσει ο κυρίως Ναός αρκετά και να δημιουργηθεί γυναικωνίτης και υπόγειο, για να καλυφθούν κατά κάποιο τρόπο οι ανάγκες χώρου του Ναού, καθώς επίσης και η κατασκευή κωδωνοστασίου.
Το έτος 1984, αφού αποπερατώθηκαν όλες οι εργασίες της επέκτασης, άρχισε η αγιογράφηση του Ναού, όπου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
   Η επέκταση και η αγιογράφηση του Ναού έγιναν επί Μητροπολίτου Αμβροσίου και πρωτοβουλία του προϊσταμένου του Ι.Ν., Αιδεσιμολογιώτατου ιερέως π. Κωνσταντίνου Παλαιολογόπουλου, ο οποίος το έτος 2000 συνταξιοδοτείται μαζί μ ε τον συνεφημέριό του ιερέα π. Ανδρέα Βασιλείου.
      Νέος προϊστάμενος του Ναού αναλαμβάνει με εντολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Αγαθόνικος Τσάκαλος, με συνεφημέριο τον Αιδεσιμότατο πρωτοπρεσβύτερο π. Δημήτριο Κουτρουλή, προσφυγικής καταγωγής και οι δύο, όπου διακονούν έως και σήμερα. Εκκλησιαστικοί επίτροπου από το έτος 2002 έως και σήμερα υπηρετούν οι : κ. Εμμανουήλ Ζαντές, Θεοδόσιος Χηνής, Νικόλαος Ράγιος, Αθανάσιος Μπαλής, Ιωάννης Βερεσόγλου, Σταύρος Βασιλείου, Αντώνιος Ευγενόπουλος. 

  • Share:

You Might Also Like

0 σχόλια